φύλακας
Étymologie
- Du grec ancien φύλαξ, phýlax.
 
Nom commun
| Cas | Singulier | Pluriel | ||
|---|---|---|---|---|
| Nominatif | ο | φύλακας | οι | φύλακες | 
| Génitif | του | φύλακα | των | φυλάκων | 
| Accusatif | τον | φύλακα | τους | φύλακες | 
| Vocatif | φύλακα | φύλακες | ||
φύλακας, fílakas \ˈfi.la.kas\ masculin
Dérivés
- αγροφύλακας
 - ακτοφύλακας
 - αρχαιοφύλακας
 - αρχειοφύλακας
 - αρχιφύλακας
 - αρχιθησαυροφύλακας
 - αστυφύλακας
 - δασοφύλακας
 - δεσμοφύλακας
 - εθνοφύλακας
 - θαλαμοφύλακας
 - θεματοφύλακας
 - θησαυροφύλακας
 - καστροφύλακας
 - λιμενοφύλακας
 - νυχτοφύλακας
 - οπισθοφύλακας
 - πολιτοφύλακας
 - σκευοφύλακας
 - σφραγιδοφύλακας
 - σωματοφύλακας
 - τελωνοφύλακας
 - τερματοφύλακας
 - υποθηκοφύλακας
 - φαροφύλακας
 - χαρτοφύλακας
 - χωροφύλακας