προϋπολογισμός

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif ο  προϋπολογισμός οι  προϋπολογισμοί
Génitif του  προϋπολογισμού των  προϋπολογισμών
Accusatif τον  προϋπολογισμό τους  προϋπολογισμούς
Vocatif προϋπολογισμέ προϋπολογισμοί

προϋπολογισμός (proipoloyismós) \pɾɔ.i.pɔ.lɔ.ʝi.ˈzmɔs\ masculin

  1. Budget.