μυθοποίηση
Étymologie
Nom commun
| Cas | Singulier | Pluriel | ||
|---|---|---|---|---|
| Nominatif | η | μυθοποίηση | οι | μυθοποιήσεις |
| Génitif | της | μυθοποίησης μυθοποιήσεως |
των | μυθοποιήσεων |
| Accusatif | τη(ν) | μυθοποίηση | τις | μυθοποιήσεις |
| Vocatif | μυθοποίηση | μυθοποιήσεις | ||
μυθοποίηση (mithopíisi) \Prononciation ?\ féminin
- Mythification.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)