απομυθοποίηση
Étymologie
- Dérivé de απομυθοποιώ, apomithopió, avec le suffixe -ση, -si.
Nom commun
| Cas | Singulier | Pluriel | ||
|---|---|---|---|---|
| Nominatif | η | απομυθοποίηση | οι | απομυθοποιήσεις |
| Génitif | της | απομυθοποίησης απομυθοποιήσεως |
των | απομυθοποιήσεων |
| Accusatif | τη(ν) | απομυθοποίηση | τις | απομυθοποιήσεις |
| Vocatif | απομυθοποίηση | απομυθοποιήσεις | ||
απομυθοποίηση (apomithopíisi) \Prononciation ?\ féminin
- Démythification.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)