γεύμα

Voir aussi : γεῦμα

Étymologie

Du grec ancien γεῦμα, geûma.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  γεύμα τα  γεύματα
Génitif του  γεύματος των  γευμάτων
Accusatif το  γεύμα τα  γεύματα
Vocatif γεύμα γεύματα

γεύμα (yévma) \ˈʝev.ma\ neutre

  1. Repas, déjeuner.

Dérivés

  • γευματίζω
  • γεύομαι
  • γεύση, γέψη
  • γευστικός
  • γευστικότητα (γευστικότης)