αμνηστία

Voir aussi : ἀμνηστία

Étymologie

Du grec ancien ἀμνηστία, amnêstía.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αμνηστία οι  αμνηστίες
Génitif της  αμνηστίας των  αμνηστιών
Accusatif τη(ν)  αμνηστία τις  αμνηστίες
Vocatif αμνηστία αμνηστίες

αμνηστία (amnistía) \a.mni.ˈsti.a\ féminin

  1. Amnistie.