έφεση

Étymologie

Du grec ancien ἔφεσις.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  έφεση οι  εφέσεις
Génitif της  έφεσης
εφέσεως
των  εφέσεων
Accusatif τη(ν)  έφεση τις  εφέσεις
Vocatif έφεση εφέσεις

έφεση \ˈɛ.fɛ.si\ féminin

  1. Appel.

Dérivés

  • εφεσιβάλλω
  • εφεσίβλητος

Apparentés étymologiques

  • εφέσιμος
  • εφέτης
  • εφετικός

Prononciation