Ἑκατόγχειρες

Voir aussi : Εκατόγχειρες

Grec ancien

Étymologie

Composé de ἑκατόν, hekatón cent ») et de χείρ, kheír main »), littéralement « cent mains ».

Nom propre

Cas Singulier Pluriel Duel
Nominatif Ἑκατόγχειρ οἱ Ἑκατόγχειρες τὼ Ἑκατόγχειρε
Vocatif Ἑκατόγχειρ Ἑκατόγχειρες Ἑκατόγχειρε
Accusatif τὸν Ἑκατόγχειρα τοὺς Ἑκατόγχειρας τὼ Ἑκατόγχειρε
Génitif τοῦ Ἑκατόγχειρος τῶν Ἑκατόγχειρων τοῖν Ἑκατόγχειροιν
Datif τῷ Ἑκατόγχειρι τοῖς [[{{{4}}}ι|{{{4}}}ι]]
[[{{{4}}}ιν|{{{4}}}ιν]]
τοῖν Ἑκατόγχειροιν

Ἑκατόγχειρες, Hekatónkheires *\Prononciation ?\ masculin pluriel

  1. (Mythologie grecque) Hécatonchires.