χρήμα

Voir aussi : χρῆμα

Étymologie

Du grec ancien χρῆμα, khrêma, apparenté à χρῶμαι.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  χρήμα τα  χρήματα
Génitif του  χρήματος των  χρημάτων
Accusatif το  χρήμα τα  χρήματα
Vocatif χρήμα χρήματα

χρήμα, chríma \Prononciation ?\ neutre

  1. Capital, biens, avoir, argent.
    • Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)

Apparentés étymologiques

  • παραχρήμα
  • χρηματαγορά
  • χρηματιστηριακός
  • χρηματιστής
  • χρηματόγραφο
  • χρηματοδοσία
  • χρηματοδότηση
  • χρηματοδοτώ
  • χρηματόδεμα
  • χρηματοκομιστής
  • χρηματοκρατία
  • χρηματολάτρης
  • χρηματολογία
  • χρηματολογικός
  • χρηματοσυλλογή
  • χρηματαποστολή
  • χρηματολαγνεία
  • χρηματομεσίτης
  • χρηματοοικονομικός
  • χρηματισμός
  • χρηματοφυλάκιο
  • χρηματοδοτικός
  • χρηματοκιβώτιο
  • χρηματοπιστωτικός