φιλοδώρημα

Étymologie

→ voir δώρο.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  φιλοδώρημα τα  φιλοδωρήματα
Génitif του  φιλοδωρήματος των  φιλοδωρημάτων
Accusatif το  φιλοδώρημα τα  φιλοδωρήματα
Vocatif φιλοδώρημα φιλοδωρήματα

φιλοδώρημα, filodórima \fi.loˈðo.ɾi.ma\ neutre

  1. Pourboire.

Dérivés

  • φιλοδωρώ

Synonymes