υπόθεση
Étymologie
- Du grec ancien ὑπόθεσις, hypóthesis.
Nom commun
| Cas | Singulier | Pluriel | ||
|---|---|---|---|---|
| Nominatif | η | υπόθεση | οι | υποθέσεις |
| Génitif | της | υπόθεσης υποθέσεως |
των | υποθέσεων |
| Accusatif | τη(ν) | υπόθεση | τις | υποθέσεις |
| Vocatif | υπόθεση | υποθέσεις | ||
υπόθεση (ipóthesi) \i.ˈpɔ.θɛ.si\ féminin
- Affaire.
Τι γίνεται με την υπόθεση του σπιτιού;
- La traduction en français de l’exemple manque. (Ajouter)
- Hypothèse, supposition.
Μην κάνεις υποθέσεις σε τέτοια ευαίσθητα ζητήματα.
- La traduction en français de l’exemple manque. (Ajouter)
Dérivés
- υποθέτω
- υποθετικός