παλιομοδίτικος

Étymologie

Composé de παλιός, paliós vieux »), μόδα, móda mode ») et -ίτικος.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif παλιομοδίτικος παλιομοδίτικη παλιομοδίτικο
génitif παλιομοδίτικου παλιομοδίτικης παλιομοδίτικου
accusatif παλιομοδίτικο παλιομοδίτικη παλιομοδίτικο
vocatif παλιομοδίτικε παλιομοδίτικη παλιομοδίτικο
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif παλιομοδίτικοι παλιομοδίτικες παλιομοδίτικα
génitif παλιομοδίτικων παλιομοδίτικων παλιομοδίτικων
accusatif παλιομοδίτικους παλιομοδίτικες παλιομοδίτικα
vocatif παλιομοδίτικοι παλιομοδίτικες παλιομοδίτικα

παλιομοδίτικος, paliomodhítikos \pa.ʎɔ.mɔ.ˈði.ti.kɔs\

  1. Démodé.
    • φορούσε μια παλιομοδίτικη φούστα με φουρό

Synonymes

Références