οιδηματώδης

Étymologie

Dérivé de οιδήματος, avec le suffixe -ώδης.

Adjectif

cas singulier
masculin féminin neutre
nominatif οιδηματώδης οιδηματώδης οιδηματώδες
génitif οιδηματώδους οιδηματώδους οιδηματώδους
accusatif οιδηματώδη οιδηματώδη οιδηματώδες
vocatif οιδηματώδη οιδηματώδη οιδηματώδες
cas pluriel
masculin féminin neutre
nominatif οιδηματώδεις οιδηματώδεις οιδηματώδη
génitif οιδηματωδών οιδηματωδών οιδηματωδών
accusatif οιδηματώδεις οιδηματώδεις οιδηματώδη
vocatif οιδηματώδεις οιδηματώδεις οιδηματώδη

οιδηματώδης (idimatódis) \i.ði.maˈto.ðis\

  1. (Médecine) Œdémateux.
    • Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)