νόμισμα
Étymologie
- Du grec ancien νόμισμα, nómisma.
 
Nom commun
| Cas | Singulier | Pluriel | ||
|---|---|---|---|---|
| Nominatif | το | νόμισμα | τα | νομίσματα | 
| Génitif | του | νομίσματος | των | νομισμάτων | 
| Accusatif | το | νόμισμα | τα | νομίσματα | 
| Vocatif | νόμισμα | νομίσματα | ||
νόμισμα (nómisma) \ˈnɔ.mi.zma\ neutre
Dérivés
- χαρτονόμισμα, billet de banque
 
Grec ancien
Étymologie
Nom commun
νόμισμα, nómisma neutre
- Coutume, règle.
 - (Économie) Monnaie ayant cours.
- Οἰκία α, μναῖ δέκα β, κλίνη γ. τὸ α τοῦ β ἥμισυ, εἰ πέντε μνῶν ἀξία ἡ οἰκία, ἢ ἴσον· ἡ δὲ κλίνη δέκατον μέρος, τὸ γ τοῦ β· δῆλον τοίνυν πόσαι κλῖναι ἴσον οἰκίᾳ, ὅτι πέντε. ὅτι δ' οὕτως ἡ ἀλλαγὴ ἦν πρὶν τὸ νόμισμα εἶναι, δῆλον· διαφέρει γὰρ οὐδὲν ἢ κλῖναι πέντε ἀντὶ οἰκίας, ἢ ὅσου αἱ πέντε κλῖναι. — (Aristote, Éthique à Nicomaque, V, 5, 15)
 
 
Références
- Anatole Bailly, Abrégé du dictionnaire grec-français, Hachette, 1901