μικροβιολογία
Étymologie
- Dérivé de μικρόβιο, mikróvio, avec le suffixe -λογία, -loyía, calque du français microbiologie.
 
Nom commun
| Cas | Singulier | Pluriel | ||
|---|---|---|---|---|
| Nominatif | η | μικροβιολογία | οι | μικροβιολογίες | 
| Génitif | της | μικροβιολογίας | των | μικροβιολογιών | 
| Accusatif | τη(ν) | μικροβιολογία | τις | μικροβιολογίες | 
| Vocatif | μικροβιολογία | μικροβιολογίες | ||
μικροβιολογία (mikrovoloyía) \mi.kɾo.vi.o.loˈʝi.a\ féminin