Nom commun
| Cas |
Singulier |
Pluriel |
| Nominatif |
το |
μήλο |
τα |
μήλα |
| Génitif |
του |
μήλου |
των |
μήλων |
| Accusatif |
το |
μήλο |
τα |
μήλα |
| Vocatif |
|
μήλο |
|
μήλα |
μήλο (mílo) \ˈmi.lɔ\ neutre
- Pomme.
Dérivés
- μηλιά
- μηλίνη
- μήλινος
- μηλίτης
- μηλίτσα
- μηλιώνας
- μήλο του Αδάμ
- μήλο της έριδας, μήλον της έριδος
- μηλόκρασο
- μηλολόνθη
- μηλόπιτα
- μηλοροδακινιά
- μηλοροδάκινο
- μηλοφάγος
- μηλοφόρος
- μηλόχορτο
- κυπαρισσόμηλο
- ξινόμηλο
Proverbes et phrases toutes faites
- το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει