κομμουνίστρια
Étymologie
- Féminin de κομμουνιστής.
Nom commun
| Cas | Singulier | Pluriel | ||
|---|---|---|---|---|
| Nominatif | η | κομμουνίστρια | οι | κομμουνίστριες |
| Génitif | της | κομμουνίστριας | των | κομμουνιστριών |
| Accusatif | τη(ν) | κομμουνίστρια | τις | κομμουνίστριες |
| Vocatif | κομμουνίστρια | κομμουνίστριες | ||
κομμουνίστρια, kommunístria \Prononciation ?\ féminin (pour un homme, on dit : κομμουνιστής)
- (Politique) Communiste, militante communiste.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
Références
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (κομμουνίστρια)