κοινότητα
Étymologie
- Du grec ancien κοινότης, koinótês.
Nom commun
| Cas | Singulier | Pluriel | ||
|---|---|---|---|---|
| Nominatif | η | κοινότητα | οι | κοινότητες |
| Génitif | της | κοινότητας | των | κοινοτήτων |
| Accusatif | τη(ν) | κοινότητα | τις | κοινότητες |
| Vocatif | κοινότητα | κοινότητες | ||
κοινότητα, kinótita \ci.ˈnɔ.ti.ta\ féminin
Apparentés étymologiques
Références
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (κοινότητα)