κοινοβούλιο
Étymologie
Nom commun
| Cas | Singulier | Pluriel | ||
|---|---|---|---|---|
| Nominatif | το | κοινοβούλιο | τα | κοινοβούλια |
| Génitif | του | κοινοβουλίου | των | κοινοβουλίων |
| Accusatif | το | κοινοβούλιο | τα | κοινοβούλια |
| Vocatif | κοινοβούλιο | κοινοβούλια | ||
κοινοβούλιο, kinovoúlio \ci.nɔ.ˈvu.li.ɔ\ neutre
Dérivés
- κοινοβουλευτικός (« parlementaire »)
Références
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (κοινοβούλιο)