κινητοποίηση
Étymologie
- Du verbe κινητοποιώ.
 
Nom commun
| Cas | Singulier | Pluriel | ||
|---|---|---|---|---|
| Nominatif | η | κινητοποίηση | οι | κινητοποιήσεις | 
| Génitif | της | κινητοποίησης κινητοποιήσεως  | 
των | κινητοποιήσεων | 
| Accusatif | τη(ν) | κινητοποίηση | τις | κινητοποιήσεις | 
| Vocatif | κινητοποίηση | κινητοποιήσεις | ||
κινητοποίηση (kinitopíisi) \ci.ni.tɔ.'pi.i.si\ féminin