κινητοποίηση

Étymologie

Du verbe κινητοποιώ.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  κινητοποίηση οι  κινητοποιήσεις
Génitif της  κινητοποίησης
κινητοποιήσεως
των  κινητοποιήσεων
Accusatif τη(ν)  κινητοποίηση τις  κινητοποιήσεις
Vocatif κινητοποίηση κινητοποιήσεις

κινητοποίηση (kinitopíisi) \ci.ni.tɔ.'pi.i.si\ féminin

  1. Mobilisation.