κατανάλωση

Étymologie

Du verbe καταναλώνω, suffixe -ση.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  κατανάλωση οι  καταναλώσεις
Génitif της  κατανάλωσης
καταναλώσεως
των  καταναλώσεων
Accusatif τη(ν)  κατανάλωση τις  καταναλώσεις
Vocatif κατανάλωση καταναλώσεις

κατανάλωση (katanálosi) \ka.ta.ˈna.lɔ.si\ féminin

  1. Consommation, action de consommer.

Apparentés étymologiques