καθημερινότητα
Étymologie
- Dérivé de καθημερινός, avec le suffixe -ότητα.
Nom commun
| Cas | Singulier | Pluriel | ||
|---|---|---|---|---|
| Nominatif | η | καθημερινότητα | οι | καθημερινότητες |
| Génitif | της | καθημερινότητας | των | καθημερινοτήτων |
| Accusatif | τη(ν) | καθημερινότητα | τις | καθημερινότητες |
| Vocatif | καθημερινότητα | καθημερινότητες | ||
καθημερινότητα (kathimerinótita) \ka.θi.mɛ.ɾi.ˈnɔ.ti.ta\ féminin