ζαφείρι

Étymologie

Du grec ancien σάπφειρος, sappheiros.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif το  ζαφείρι τα  ζαφείρια
Génitif του  ζαφειριού των  ζαφειριών
Accusatif το  ζαφείρι τα  ζαφείρια
Vocatif ζαφείρι ζαφείρια

ζαφείρι (zafíri) \za.ˈfi.ɾi\ neutre

  1. Saphir.

Dérivés

  • ζαφειρένιος, saphirin