επανεκκίνηση

Étymologie

Du grec ancien ἐπανεκκίνησις, epanekkínêsis.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  επανεκκίνηση οι  επανεκκινήσεις
Génitif της  επανεκκίνησης
επανεκκινήσεως
των  επανεκκινήσεων
Accusatif τη(ν)  επανεκκίνηση τις  επανεκκινήσεις
Vocatif επανεκκίνηση επανεκκινήσεις

επανεκκίνηση, epanekkínisi \e.pa.nek.ˈci.ni.si\ féminin

  1. Redémarrage.
  2. Relaunch
    • Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)

Références

  • Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (επανεκκίνηση)