δημοτικότητα
Étymologie
Nom commun
| Cas | Singulier | Pluriel | ||
|---|---|---|---|---|
| Nominatif | η | δημοτικότητα | οι | δημοτικότητες |
| Génitif | της | δημοτικότητας | των | δημοτικοτήτων |
| Accusatif | τη(ν) | δημοτικότητα | τις | δημοτικότητες |
| Vocatif | δημοτικότητα | δημοτικότητες | ||
δημοτικότητα (dhimotikótita) \ði.Mɔ.ti.ˈkɔ.ti.ta\ féminin
- Popularité (faveur du peuple, crédit auprès de l'opinion publique).
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)