δίϕα
Grec ancien
Étymologie
Voir
δίψα
.
Nom commun
Cas
Singulier
Pluriel
Duel
Nominatif
ἡ
δίϕ
α
αἱ
δίϕ
αι
τὼ
δίϕ
α
Vocatif
δίϕ
α
δίϕ
αι
δίϕ
α
Accusatif
τὴν
δίϕ
αν
τὰς
δίϕ
ας
τὼ
δίϕ
α
Génitif
τῆς
δίϕ
ης
τῶν
διϕ
ῶν
τοῖν
δίϕ
αιν
Datif
τῇ
δίϕ
ῃ
ταῖς
δίϕ
αις
τοῖν
δίϕ
αιν
δίϕα
,
dípha
féminin
Soif
.