βιοποικιλότητα
Étymologie
- Dérivé de ποικιλότητα, avec le préfixe βιο-.
 
Nom commun
| Cas | Singulier | Pluriel | ||
|---|---|---|---|---|
| Nominatif | η | βιοποικιλότητα | οι | βιοποικιλότητες | 
| Génitif | της | βιοποικιλότητας | των | βιοποικιλοτήτων | 
| Accusatif | τη(ν) | βιοποικιλότητα | τις | βιοποικιλότητες | 
| Vocatif | βιοποικιλότητα | βιοποικιλότητες | ||
βιοποικιλότητα (viopikilótita) \Prononciation ?\ féminin
- (Écologie) Biodiversité.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)
 
 
Voir aussi
- βιοποικιλότητα sur l’encyclopédie Wikipédia (en grec)