αυτοκτονία
Étymologie
- Du grec ancien αὐτοκτονία, autoktonía de αὐτοκτόνος.
Nom commun
| Cas | Singulier | Pluriel | ||
|---|---|---|---|---|
| Nominatif | η | αυτοκτονία | οι | αυτοκτονίες |
| Génitif | της | αυτοκτονίας | των | αυτοκτονιών |
| Accusatif | τη(ν) | αυτοκτονία | τις | αυτοκτονίες |
| Vocatif | αυτοκτονία | αυτοκτονίες | ||
αυτοκτονία (avtoktonía) \af.tɔ.ktɔ.ˈni.a\ féminin
Dérivés
- αυτοκτονώ (suicider)
- αυτοκτονικός