αυτοκτονία

Étymologie

Du grec ancien αὐτοκτονία, autoktonía de αὐτοκτόνος.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αυτοκτονία οι  αυτοκτονίες
Génitif της  αυτοκτονίας των  αυτοκτονιών
Accusatif τη(ν)  αυτοκτονία τις  αυτοκτονίες
Vocatif αυτοκτονία αυτοκτονίες

αυτοκτονία (avtoktonía) \af.tɔ.ktɔ.ˈni.a\ féminin

  1. Suicide.
    • Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)

Dérivés