αιδοιολειξία

Étymologie

Dérivé de αιδοιολείκτης.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  αιδοιολειξία οι  αιδοιολειξίες
Génitif της  αιδοιολειξίας των  αιδοιολειξιών
Accusatif τη(ν)  αιδοιολειξία τις  αιδοιολειξίες
Vocatif αιδοιολειξία αιδοιολειξίες

αιδοιολειξία (ediolixía) \e.ði.o.liˈksi.a\ féminin

  1. Cunnilingus.
    • Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)

Voir aussi