φορέω
Grec ancien
Étymologie
- Dénominal de φόρος, phóros, lui-même de φέρω, phérô (« porter ») auquel il sert de fréquentatif.
 
Verbe
φορέω, phoréô *\Prononciation ?\ (voir la conjugaison)
- Porter.
- ὕδωρ ἐφόρει, elle portait de l'eau.
 
 - Porter sur soi, vêtir.
 
Note : Les verbes en grec ancien, d’après l’usage admis dans tous les dictionnaires, sont donnés à la première personne du présent de l’indicatif.
Dérivés
- ἀναφορέω
 - ἀνθοφορέω
 - ἀροτροφορέω
 - ἀρρηφορέω
 - ἀστραπηφορέω
 - ἀχθοφορέω
 - ξυλοφορέω
 - δᾳδοφορέω
 - δαφνηφορέω
 - δασμοφορέω
 - διαφορέω
 - διφροφορέω
 - δορυφορέω
 - δυσφορέω
 - δωροφορέω
 - εἰσφορέω
 - ἐκφορέω
 - ἐμφορέω
 - ἐπιφορέω
 - γαστροφορέω
 - γραμματοφορέω
 - κανηφορέω
 - καρποφορέω
 - καταφορέω
 - κισσοφορέω
 - κοπροφορέω
 - κυοφορέω
 - κωδωνοφορέω
 - λιθοφορέω
 - μεταφορέω
 - μηλοφορέω
 - μισθοφορέω
 - νικηφορέω
 - ὁπλοφορέω
 - ὀπωροφορέω
 - παιδοφορέω
 - παραφορέω
 - πηλοφορέω
 - πληροφορέω
 - πλινθοφορέω
 - προσφορέω
 - πυρφορέω
 - πυργοφορέω
 - θεοφορέω
 - θυρσοφορέω
 - ῥαβδοφορέω
 - σαγηφορέω
 - σιδηροφορέω
 - σκευοφορέω
 - σκηπτροφορέω
 - σκυταληφορέω
 - στεφανηφορέω
 - στιγματηφορέω
 - συκοφορέω
 - συμφορέω
 - τελεσφορέω
 - τοξοφορέω
 - τοκοφορέω
 - τριποδηφορέω
 - τροφοφορέω
 - τροποφορέω
 - ὑδροφορέω
 - ὑπερφορέω
 - χρυσοφορέω
 - ψηφοφορέω
 
Dérivés dans d’autres langues
- Grec : φορώ
 
Références
- Anatole Bailly, Abrégé du dictionnaire grec-français, Hachette, 1901
 - « φορέω », dans Henry Liddell, Robert Scott, An Intermediate Greek–English Lexicon, Harper & Brothers, New York, 1889 → consulter cet ouvrage