υποθήκη

Étymologie

Du grec ancien ὑποθήκη.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  υποθήκη οι  υποθήκες
Génitif της  υποθήκης των  υποθηκών
Accusatif τη(ν)  υποθήκη τις  υποθήκες
Vocatif υποθήκη υποθήκες

υποθήκη (ipothíki) \i.pɔ.ˈθi.ci\ féminin

  1. (Droit) Hypothèque.