τιτλοποίηση
Étymologie
Nom commun
| Cas | Singulier | Pluriel | ||
|---|---|---|---|---|
| Nominatif | η | τιτλοποίηση | οι | τιτλοποιήσεις |
| Génitif | της | τιτλοποίησης τιτλοποιήσεως |
των | τιτλοποιήσεων |
| Accusatif | τη(ν) | τιτλοποίηση | τις | τιτλοποιήσεις |
| Vocatif | τιτλοποίηση | τιτλοποιήσεις | ||
τιτλοποίηση (titlopíisi) \Prononciation ?\ féminin
- (Finance) Titrisation.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)