πλειοψηφία
Étymologie
Nom commun
| Cas | Singulier | Pluriel | ||
|---|---|---|---|---|
| Nominatif | η | πλειοψηφία | οι | πλειοψηφίες |
| Génitif | της | πλειοψηφίας | των | πλειοψηφιών |
| Accusatif | τη(ν) | πλειοψηφία | τις | πλειοψηφίες |
| Vocatif | πλειοψηφία | πλειοψηφίες | ||
πλειοψηφία, pliopsifía \Prononciation ?\ féminin
Antonymes
Références
- Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Fondation Manolis Triantafyllidis, 1998 (πλειοψηφία)