θαύμα
: θαῦμα
Étymologie
- Du grec ancien θαῦμα, thaûma.
Nom commun
| Cas | Singulier | Pluriel | ||
|---|---|---|---|---|
| Nominatif | το | θαύμα | τα | θαύματα |
| Génitif | του | θαύματος | των | θαυμάτων |
| Accusatif | το | θαύμα | τα | θαύματα |
| Vocatif | θαύμα | θαύματα | ||
θαύμα (thávma) \ˈθav.ma\ neutre
Dérivés
- θαυμάζω
- θαυμάσια
- θαυμάσιος
- θαυμασμός
- θαυμαστά
- θαυμαστής - θαυμάστρια
- θαυμαστικά
- θαυμαστικό
- θαυμαστικός
- θαυμαστός
- θαυματοποιία
- θαυματοποιός
- θαυματουργία
- θαυματουργικός
- θαυματουργός
- θαυματουργώ