εθνικοποίηση

Étymologie

Dérivé de εθνικοποιώ avec le suffixe -ση → voir εθνικός et ποιώ.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  εθνικοποίηση οι  εθνικοποιήσεις
Génitif της  εθνικοποίησης
εθνικοποιήσεως
των  εθνικοποιήσεων
Accusatif τη(ν)  εθνικοποίηση τις  εθνικοποιήσεις
Vocatif εθνικοποίηση εθνικοποιήσεις

εθνικοποίηση (ethnikopíisi) \Prononciation ?\ féminin

  1. Nationalisation.