εθνικοποίηση
Étymologie
- Dérivé de εθνικοποιώ avec le suffixe -ση → voir εθνικός et ποιώ.
Nom commun
| Cas | Singulier | Pluriel | ||
|---|---|---|---|---|
| Nominatif | η | εθνικοποίηση | οι | εθνικοποιήσεις |
| Génitif | της | εθνικοποίησης εθνικοποιήσεως |
των | εθνικοποιήσεων |
| Accusatif | τη(ν) | εθνικοποίηση | τις | εθνικοποιήσεις |
| Vocatif | εθνικοποίηση | εθνικοποιήσεις | ||
εθνικοποίηση (ethnikopíisi) \Prononciation ?\ féminin