ανοικοδόμηση

Étymologie

Du verbe ανοικοδομώ avec le suffixe -ση.

Nom commun

Cas Singulier Pluriel
Nominatif η  ανοικοδόμηση οι  ανοικοδομήσεις
Génitif της  ανοικοδόμησης
ανοικοδομήσεως
των  ανοικοδομήσεων
Accusatif τη(ν)  ανοικοδόμηση τις  ανοικοδομήσεις
Vocatif ανοικοδόμηση ανοικοδομήσεις

ανοικοδόμηση (anikodhómisi) \a.ni.kɔ.ˈðɔ.mi.si\ féminin

  1. Reconstruction.
    • Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)