ανοικοδόμηση
Étymologie
- Du verbe ανοικοδομώ avec le suffixe -ση.
Nom commun
| Cas | Singulier | Pluriel | ||
|---|---|---|---|---|
| Nominatif | η | ανοικοδόμηση | οι | ανοικοδομήσεις |
| Génitif | της | ανοικοδόμησης ανοικοδομήσεως |
των | ανοικοδομήσεων |
| Accusatif | τη(ν) | ανοικοδόμηση | τις | ανοικοδομήσεις |
| Vocatif | ανοικοδόμηση | ανοικοδομήσεις | ||
ανοικοδόμηση (anikodhómisi) \a.ni.kɔ.ˈðɔ.mi.si\ féminin
- Reconstruction.
- Exemple d’utilisation manquant. (Ajouter)